"Θυμάμαι , όταν ήμουν μικρή, πολλές φορές τα πρωινά ο πατέρας έφευγε για την δουλειά φορώντας ένα κατάλευκο πουκάμισο. Τόσο κολλαριστό και μυρωδάτο που νόμιζες ότι μόλις είχε αγοραστεί. - Η μητέρα και η μανία της με την τελειότητα. Η κάθε τσάκιση θύμιζε σιδερωμένη λέξη. – Tον παρατηρούσα και σκεφτόμουν τα οριγκάμι. Αυτά τα τέλεια γιαπωνέζικα σχέδια που φτιάχνεις με το χαρτί. Αλλά είναι μόνο για να τα κοιτάς. Αν τα πιάσεις στα χέρια σου αμέσως χαλάνε. Και άθελα μου δάκρυζα και τον ικέτευα να το βγάλει,ή προσπαθούσα με κάποια κατεργαριά να του το λερώσω. Εκείνος γελούσε λέγοντας «Mην ανησυχείς. Το βράδυ που θα γυρίσω θα έχει γίνει δικό μου»
Συνήθως αργούσε να γυρίσει, τι να έκαμε κι αυτός (οπως έλεγε με μια βελόνα έπρεπε να θρέψει οικογένεια) μα τον περίμενα για να δω αν έλεγε αλήθεια. Ποτέ δεν με διέψευσε. Το πουκάμισο ήταν τσαλακωμένο, οι μανσέτες λερωμένες, κλωστές κολλημένες πάνω στις τσεπούλες και μια μικρή λαδιά στόλιζε συνήθως το κέντρο. Τα μανίκια μισοσηκωμένα και δυο κουμπιά στο τέλος ξεκούμπωτα. Αυτό μάλιστα! Ήταν δικό του πουκάμισο.Ήταν του πατέρα μου το ρούχο και όχι κάποιας βιτρίνας αξεσουάρ.
Έτσι είναι και το ποίημα. Ξεκινά ατσαλάκωτο , παρθενικό μα όταν τελειώσεις μαζί του φέρνει την δική σου μυρουδιά, τα χρώματα σου,την ιστορία σου..."
Από το υπάρχον στοκ, ιδού πώς βλέπω τα δικά μου "ποιήματα"...
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Ας τα πω γραφήματα έτσι που είναι σκληρά με γωνίες να χάσκουν αδέξια, αμήχανα, χαζά έπειτα με μεγάλη απόκλιση-σύμφωνοι- πάντως αποτυπώνουν -ή έστω επιχειρούν- τυπικά δείγματα από σκούρα χρώματα, σκοτεινά και άτυπα σκιρτήματα από τον μυ που καλείται-ας μην απαντά- μέσα καρδιά.
Γιατί ποιήματα δεν είναι, σε τόσα που υπολείπονται, σταθερά και με διανοήματα θολά μονίμως να μπάζουν νερά.
στην ίδια την ουσία της ποίησης υπάρχει κάτι το απρεπές: φανερώνονται πράγματα που δεν ξέραμε πως τα κρύβαμε μέσα μας και τρομάζουμε σα να είχε ξεπηδήσει μια τίγρης μπροστά μας και στεκόταν κοιτάζοντα΄ς μας στο φως τινάζοντας την ουρά της.
όμως εξ ίσου,
ποίηση είναι οι εικόνες που το μυαλό μας σχηματίζει, μια γιαγιά που βάζει ξύλα στα τζάκι, μια ανταριασμένη θάλασσα, ένας δρόμος άλλοτε άδειος και άλλοτε γεμάτος...
ποίηση είναι ένα βλέμμα, μια αφή, ένα ξημέρωμα...
μα και η ίδια μας η ζωή ποίηση δεν είναι φωτοποιητή μου;
κρυφά καλά κρυμμένα μυστικά που ούτε περνούσανε ποτέ από το μυαλό μας παρασύρονται από τη ροή της ανάγκης για εξωτερίκευση για επικοινωνία, της δίψας για εκτόνωση για τιμωρία και αυτοτιμωρία, της επιθυμίας για μεταμέλεια για αναπόληση
της μάταιης ή όχι αναζήτησης για αναπνοές στιγμών ευτυχίας
Vagnes Καλησπέρα. Θα σου αφήσω κάποιο παλιό μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιώ
"Θυμάμαι , όταν ήμουν μικρή,
πολλές φορές τα πρωινά ο πατέρας έφευγε για την δουλειά φορώντας ένα κατάλευκο πουκάμισο. Τόσο κολλαριστό και μυρωδάτο που νόμιζες ότι μόλις είχε αγοραστεί.
- Η μητέρα και η μανία της
με την τελειότητα. Η κάθε τσάκιση
θύμιζε σιδερωμένη λέξη. –
Tον παρατηρούσα και σκεφτόμουν τα οριγκάμι. Αυτά τα τέλεια γιαπωνέζικα σχέδια που φτιάχνεις με το χαρτί. Αλλά είναι μόνο για να τα κοιτάς. Αν τα πιάσεις στα χέρια σου αμέσως χαλάνε. Και άθελα μου δάκρυζα και τον ικέτευα να το βγάλει,ή προσπαθούσα με κάποια κατεργαριά να του το λερώσω.
Εκείνος γελούσε λέγοντας
«Mην ανησυχείς.
Το βράδυ που θα γυρίσω θα έχει γίνει δικό μου»
Συνήθως αργούσε να γυρίσει, τι να έκαμε κι αυτός (οπως έλεγε με μια βελόνα έπρεπε να θρέψει οικογένεια)
μα τον περίμενα για να δω αν έλεγε αλήθεια. Ποτέ δεν με διέψευσε.
Το πουκάμισο ήταν τσαλακωμένο,
οι μανσέτες λερωμένες, κλωστές κολλημένες πάνω στις τσεπούλες και μια μικρή λαδιά στόλιζε συνήθως το κέντρο. Τα μανίκια μισοσηκωμένα και δυο κουμπιά στο τέλος ξεκούμπωτα. Αυτό μάλιστα! Ήταν δικό του πουκάμισο.Ήταν του πατέρα μου το ρούχο και όχι κάποιας βιτρίνας αξεσουάρ.
Έτσι είναι και το ποίημα.
Ξεκινά ατσαλάκωτο , παρθενικό
μα όταν τελειώσεις μαζί του
φέρνει την δική σου μυρουδιά,
τα χρώματα σου,την ιστορία σου..."
Καλό σ/κ
Μαρία Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφήτι υπέροχη απεικόνιση
το βράδυ θα γυρνούσε,
δεύτερο δέρμα απ' τον ιδρώτα το πουκάμισο του
κι η βελόνα του εκεί
ψωμί στα στόματα σας
παρομοίωση με άρωμα απ' την δική σου την ποιητική, ιδιάιτερη πορεία κι ιστορία
ευχαριστώ σε
Από το υπάρχον στοκ, ιδού πώς βλέπω τα δικά μου "ποιήματα"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Ας τα πω γραφήματα
έτσι που είναι σκληρά
με γωνίες να χάσκουν
αδέξια, αμήχανα, χαζά
έπειτα με μεγάλη απόκλιση-σύμφωνοι-
πάντως αποτυπώνουν
-ή έστω επιχειρούν-
τυπικά δείγματα
από σκούρα χρώματα, σκοτεινά
και άτυπα σκιρτήματα
από τον μυ
που καλείται-ας μην απαντά-
μέσα καρδιά.
Γιατί ποιήματα δεν είναι,
σε τόσα που υπολείπονται, σταθερά
και με διανοήματα
θολά
μονίμως
να μπάζουν
νερά.
στην ίδια την ουσία της ποίησης υπάρχει κάτι το απρεπές: φανερώνονται πράγματα που δεν ξέραμε πως τα κρύβαμε μέσα μας και τρομάζουμε σα να είχε ξεπηδήσει μια τίγρης μπροστά μας και στεκόταν κοιτάζοντα΄ς μας στο φως τινάζοντας την ουρά της.
ΑπάντησηΔιαγραφήόμως εξ ίσου,
ποίηση είναι οι εικόνες που το μυαλό μας σχηματίζει, μια γιαγιά που βάζει ξύλα στα τζάκι, μια ανταριασμένη θάλασσα, ένας δρόμος άλλοτε άδειος και άλλοτε γεμάτος...
ποίηση είναι ένα βλέμμα, μια αφή, ένα ξημέρωμα...
μα και η ίδια μας η ζωή ποίηση δεν είναι φωτοποιητή μου;
Γλίστρησα στην απαλότητα
ΑπάντησηΔιαγραφήεγινα εγω ανασα...
ας αναπνεύσει το πουλί
να καταφέρω να πετάξω
πιο ψηλά από την Ποίηση...
κι ίσως γίνω Ψυχή μια μέρα.......
Christina
ΑπάντησηΔιαγραφήακόμη και τα θολά μηνύματα
ανοίγουν δρόμους καρδιάς
αφού μια αλήθεια πάντα περιγράφουν
Λύχνε
ΑπάντησηΔιαγραφήκρυφά καλά κρυμμένα μυστικά
που ούτε περνούσανε ποτέ από το μυαλό μας
παρασύρονται από τη ροή
της ανάγκης για εξωτερίκευση
για επικοινωνία,
της δίψας για εκτόνωση
για τιμωρία και αυτοτιμωρία,
της επιθυμίας για μεταμέλεια
για αναπόληση
της μάταιης ή όχι αναζήτησης για αναπνοές στιγμών ευτυχίας
R
ΑπάντησηΔιαγραφήστα υψηλά τα επίπεδα
εκεί που εδρεύουν οι ψυχές
κι όπου οι αγκαλιές ποτέ δεν κλείνουν